μπερδεψοδουλειά

μπερδεψοδουλειά
η
1. περίπλοκη δουλειά: Έχει μπερδεψοδουλειές στην επιχείρησή του.
2. παράνομη επιχείρηση, υπόθεση αμφίβολης νομιμότητας: Είχε μπερδεψοδουλειές, γι' αυτό τον συνέλαβε η αστυνομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπερδεψοδουλειά — η 1. υπόθεση ή περίπτωση περιπεπλεγμένη τής οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί η έκβαση 2. μτφ. ύποπτη επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερδεύω (αόρ. μπέρδεψα) + δουλειά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”