- μπερδεψοδουλειά
- η1. περίπλοκη δουλειά: Έχει μπερδεψοδουλειές στην επιχείρησή του.2. παράνομη επιχείρηση, υπόθεση αμφίβολης νομιμότητας: Είχε μπερδεψοδουλειές, γι' αυτό τον συνέλαβε η αστυνομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.